άκιος

άκιος
ἄκιος, -ον (Α)
αυτός που δεν τόν έφαγαν τα σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κὶς (=σκουλήκι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Άκιος Λεύκιος — Βλ. λ. Άττιος (1.) …   Dictionary of Greek

  • ἀκιώτατον — ἄκιος not worm eaten masc acc superl sg ἄκιος not worm eaten neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιώτατοι — ἄκιος not worm eaten masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • φουρνάκιος — ία, ον, Α ψημένος στον φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + επίθημα άκιος (πρβλ. λατ. furnaceus)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”